- σωρός
- ο, ΝΜΑ1. σύνολο από πράγματα συγκεντρωμένα στον ίδιο χώρο, το ένα επάνω στο άλλο χωρίς τακτοποίηση (α. «σωρός χώματος» β. «οὕτως ἐν ὀλίγῳ πολλοὶ ἔπεσαν ὥστε εἰθισμένοι ὁρᾱν οἱ ἄνθρωποι σωροὺς σίτου, ξύλων, λίθων, τότε ἐθεάσαντο σωροὺς νεκρῶν», Ξεν.)2. μεγάλη ποσότητα, πλήθος (α. «σωρός εγγράφων» β. «είπε έναν σωρό ψέμματα» γ. «σωρὸν ἢ ὁρμαθὸν ψάμμου», Αριστοτ.)νεοελλ.1. (φυτοπαθ.) προεξοχές στην επιδερμίδα τών πράσινων μερών διαφόρων φυτών που έχουν προσβληθεί από σκωριάσεις2. βοτ. καστανωπή ή κιτρινωπή ομάδα σποριαγγείων που βρίσκονται στην κάτω επιφάνεια τών φύλλων μιας φτέρης3. (πετρογρ.) μάζα πλουτώνιου εκρηξιγενούς πετρώματος μικρότερη από έναν βαθόλιθο4. φρ. «σωρό-κουβάρι» — πολλά πράγματα συγκεχυμένα, ανακατεμένααρχ.1. συσσωρευμένο σιτάρι2. ύψωμα, λόφος3. παροιμ. «κόγχην προπάροιθεν ἔχειν σωρόν» — λεγόταν για να τονίσει την αυτάρκεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η αναγωγή τής λ. σωρός (*tuō-ros) στην ΙΕ ρίζα *tēu- «φουσκώνω» και η σύνδεση της με τους τ. σῶος* και ταΰς*. Για την πιθανή σχέση τής λ. με τη λ. σῶμα βλ. λ. σώμα].
Dictionary of Greek. 2013.